- σκατοφόροι
- σκᾰτοφόροι, οἱ,A dung-carriers, Poll.7.134.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκατοφόροι — dung carriers masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκατοφόροι — οἱ, Α αυτοί που μετέφεραν τα κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῶρ, σκατός + φόρος* (< φέρω)] … Dictionary of Greek